- ηλεκτρομηχανικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μηχανικό σύστημα που εκτελεί ηλεκτρικούς χειρισμούς2. χαρακτηρισμός διατάξεων και ελέγχου μιας συσκευής, όταν η διάταξη αποτελείται από ένα σύνολο μηχανικών μερών που οι κινήσεις τους, σε συνδυασμό με ηλεκτρικά όργανα, εξασφαλίζουν τον έλεγχο και τη λειτουργία από μακριά3. το αρσ. ως ουσ. ο ηλεκτρομηχανικόςμηχανικός ηλεκτρολόγος4. το θηλ. ως ουσ. η ηλεκτρομηχανικήκλάδος τής εφαρμοσμένης ηλεκτρολογίας που ασχολείται με τη μελέτη και την κατασκευή ηλεκτρομηχανικών διατάξεων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. electromechanical < electro- (πρβλ. ηλεκτρο-*) + mechanical (πρβλ. μηχανικός)].
Dictionary of Greek. 2013.